- προκλίνω
- ΝΑ [κλίνω]γέρνω προς τα εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκεκλιμένοι — προκλίνω lean forward perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλίνει — προκλί̱νει , προκλίνω lean forward aor subj act 3rd sg (epic) προκλί̱νει , προκλίνω lean forward pres ind mp 2nd sg προκλί̱νει , προκλίνω lean forward pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλινόμενον — προκλῑνόμενον , προκλίνω lean forward pres part mp masc acc sg προκλῑνόμενον , προκλίνω lean forward pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Проклитика — (др. греч. προκλιτικόν от προκλίνω «наклоняю вперёд») безударное слово (клитика), стоящее перед словом, имеющим ударение, и примыкающее к этому слову в отношении ударения. Примеры: На столе, подо мной, наш сын, но он, ты бывал (проклитики: на,… … Википедия
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
προκλίτης — ου, ὁ, Α [προκλίνω] αυτός που κάθεται στην πρώτη θέση, που έχει την πρωτοκαθεδρία … Dictionary of Greek
προκλινής — ές, Ν [προκλίνω] αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, επικλινής … Dictionary of Greek
προεκλίθης — προεκλί̆θης , προκλίνω lean forward aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλίναντες — προκλί̱ναντες , προκλίνω lean forward aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλίνας — προκλί̱νᾱς , προκλίνω lean forward aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)